- χαμήλωση
- η, Ν [χαμηλώνω]1. η ενέργεια τού χαμηλώνω2. ελάττωση τού ύψους, χαμήλωμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χαμήλωση — η η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του χαμηλώνω, το χαμήλωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)